(Ως θεσμική παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών (πολιτική κοινωνία) για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης.)
Του Αντώνη Κούτη*
Η περίπτωση της δημόσιας υγείας
Η χώρα ταλανίζεται από την εφαρμοζόμενη πολιτική αντιμετώπισης της παρούσας κρίσης· της κρίσης που δημιούργησε η ασυδοσία της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, λόγω της απουσίας κοινωνικού-θεσμικού ελέγχου της, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται δημιούργησε την ανθρωπιστική κρίση των ημερών μας, παρά τα σαφή ιστορικά και επιστημονικά διδάγματα του τελευταίου αιώνα, τα σχετικά με τις ανθρωπιστικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή ανάλογων πολιτικών ανά τον κόσμο.
Στην περίπτωση της δημόσιας υγείας (υγεία του πληθυσμού / public health), η Πολιτεία εγκατέλειψε χωρίς ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού της χώρας (κοντά στα 3 εκατομμύρια), γεγονός που εγείρει μείζονα θέματα ηθικής και πολιτικής, καθώς απο-νοηματοδοτείται η πολιτική κοινωνία και οι θεσμοί της, και απειλείται σοβαρά η κοινωνική συνοχή και η δημόσια υγεία.
Είναι ευρέως γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η δημόσια υγεία προσδιορίζεται, κυρίως, από τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους διαβίωσης μιας κοινωνίας (τους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας / social determinants of health), οι οποίοι, επίσης, πλήττονται βάναυσα.
Με άλλα λόγια, η πολιτική κοινωνία και η δημόσια υγεία βρίσκονται σε μείζονα κρίση, γεγονός που απαιτεί άμεση και μείζονα αντιμετώπιση. Η κεντρική κυβέρνηση, η τοπική αυτοδιοίκηση και η κοινωνική ασφάλιση, μόνον άμεση και μείζονα απάντηση δεν έδωσαν.
Άμεση αντιμετώπιση στο θέμα αυτό, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης – αλλά όχι μόνον σ’ αυτές – οφείλει, επείγεται και δύναται να δώσει μόνον η τοπική κοινωνία με τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς και τα μέλη της.
Προεξάρχοντα ρόλο, φύσει και θέσει, οφείλει, επείγεται και δύναται να παίξει ο θεσμός των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α’ βαθμού – ο Δήμος, εν συντομία -, μιας και είναι ο πιο κοντινός θεσμός στα μέλη της κοινωνίας, γνωρίζει και μπορεί να αναδείξει καλύτερα τα προβλήματά της, και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ανιχνεύσει, να δημιουργήσει και να συντονίσει τις τοπικές δυνατότητες αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών. Χρησιμοποιείται εδώ ο όρος μέλη της κοινωνίας, με σκοπό να συμπεριλάβει όλους όσοι κατοικούν στα γεωγραφικά όρια ενός Δήμου (δημότες και μη, ημεδαποί και αλλοδαποί, νόμιμοι και παράνομοι), κι αυτό γιατί, με καθαρά επιστημονικούς όρους, η δημόσια υγεία (public health) δεν επιδέχεται διακρίσεων ή αλλιώς, οι διακρίσεις στην δημόσια υγεία, όπου εφαρμόστηκαν, δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα δημόσιας υγείας. Πολύ περισσότερο, δεν επιδέχεται διακρίσεων με όρους ανθρωπιστικούς (διαφωτισμός).
Αντικείμενο της δημόσιας υγείας, ως γνωστόν, είναι η προάσπιση και η προαγωγή της υγείας όλου του πληθυσμού (του δήμου), και όχι η μεταναστευτική πολιτική.
Η αναγκαιότητα που ανακύπτει σήμερα, τόσο με όρους επιστημονικούς, όσο και με όρους ανθρωπιστικούς και πολιτικούς, είναι η μετεξέλιξη των Δήμων και των κοινωνιών τους, εκ παραλλήλου, σε αυτό που θα ορίσουμε, παρακάτω, ως Ανοιχτή Κοινωνία του Δήμου. Εδώ, πρόκειται για πρόταση αλλαγής Παραδείγματος (Paradigm shift), και, όπως κάθε αλλαγή Παραδείγματος, επισυμβαίνει σε περιόδους όπου το κυρίαρχο παράδειγμα βρίσκεται σε κρίση (Paradigm crisis).
Αμέσως παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα ικανά και αναγκαία βήματα στην κατεύθυνση της μετεξέλιξης του Δήμου σε ανοιχτή κοινωνία του Δήμου, γεγονός που θεωρούμε αναγκαίο καλό, τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης που διανύουμε, όσο και για την μετάβαση από την κοινωνία των εξυπηρετουμένων/πελατών στην πολιτική κοινωνία.
Ο Δήμος θα πρέπει σε πρώτο χρόνο να καταστήσει άμεσους κοινωνικούς και πολιτικούς εταίρους και συνομιλητές στην αναζήτηση λύσεων -με όρους άμεσης δημοκρατίας- όλους τους θεσμικούς και εξω-θεσμικούς φορείς και συλλογικότητες, που δραστηριοποιούνται στην τοπική κοινωνία, και ιδιαίτερα αυτούς που δραστηριοποιούνται σε θέματα υγείας, παιδείας, πολιτισμού, σίτισης, εναλλακτικής οικονομίας (βλέπε παραπάνω για τους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας), μακριά από πολιτικές αγκυλώσεις και μαθημένες τακτικές.
Κοντολογίς, θα πρέπει ο Δήμος να δώσει σάρκα και οστά στην ανοιχτή κοινωνία του Δήμου, η οποία θα συγκαλείται, θα συζητά, θα αποφασίζει -με όρους άμεσης δημοκρατίας- και θα αντιμετωπίζει τα όποια προβλήματα, βασιζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Για να μην παρανοηθούμε, δική της δύναμη είναι, βεβαίως, και η διεκδίκηση από την Κεντρική Κυβέρνηση, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Κοινωνική Ασφάλιση, τόσο με όρους πολιτικής, όσο και με όρους κοινωνικού κινήματος.
Σε δεύτερο χρόνο, και αφού λειτουργήσει πιλοτικά η ανοιχτή κοινωνία του Δήμου, θα πρέπει να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί και οργανισμοί, τέτοιοι που να αφομοιώνουν τις νέες δομές και τις νέες λειτουργίες που θα προκύψουν στο μεταξύ. Εδώ, πρόκειται για την αυτό-θέσμιση της κοινωνίας.
Μόνον έτσι μπορεί, στην δική μας αντίληψη, να καλυφθεί το οιονεί κενό που παρατηρείται πάντα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, και, απλώς σε περιόδους κρίσης καθίσταται πλέον εμφανές, είναι το κενό που αναδεικνύει την απουσία του κοινωνικού.
Το κενό αυτό προϋπήρχε της κρίσης και αναφέρεται, όσον αφορά στη δημόσια υγεία, στην ανυπαρξία παιδείας και εκπαίδευσης, τόσο των υγειονομικών, όσο και των αιρετών και του πληθυσμού, σε θέματα συλλογικής-κοινωνικής-δημόσιας υγείας.
Από εκεί και η ανυπαρξία προγραμμάτων πρόληψης, αγωγής και προαγωγής της υγείας στον πληθυσμό μιας κοινωνίας. Από εκεί και η ανοχή, τόσο των υγειονομικών, όσο και του αιρετών και του πληθυσμού, στην ηθική και φυσική αυτουργία για το κακούργημα που συντελείται στο κοινωνικό σώμα.
Δεν υπήρξε, μέχρι σήμερα, καμία αυτεπάγγελτη δίωξη των κακουργών. Σιγούν και οι καθ’ ύλην αρμόδιοι φορείς (Επιστημονικές Ιατρικές Εταιρείες, Ιατρικοί Σύλλογοι, Τμήματα Ιατρικής κ.α.). Οποία γενικευμένη έκπτωσις θεσμών και αξιών!
Δεν είναι τυχαίο που η δημόσια υγεία (public health) στη χώρα μας δεν αναπτύχθηκε ποτέ, με συνέπεια, βέβαια, τη στρεβλή ανάπτυξη της περίθαλψης· μίας περίθαλψης της οποίας βασικό συστατικό της στρέβλωσής της είναι η υποβάθμιση και υπο-ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με αποτέλεσμα τα υπέρογκα ποσά που δαπανώνται για την «μη-υγεία» και τα συνεπακόλουθα ηθικά και οικονομικά ελλείμματα.
Τις δαπάνες αυτές, καταχρηστικώς, τις αποκαλούν δαπάνες υγείας. Είναι όλες δαπάνες αρρώστιας, τόσο του πληθυσμού, όσο και των θεσμών της κοινωνίας.
Γενεσιουργός αιτία, και εδώ, είναι η ασυδοσία της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς στον χώρο της υγείας, με την παράλληλη απουσία κοινωνικού-θεσμικού ελέγχου της.
Αποτέλεσμα: ο από-προσανατολισμός, η εκφύλιση και η απαξίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, και η επιδείνωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού. Κι αυτό, γιατί η αγορά προσβλέπει μόνο στο άμεσο, δικό της χρηματικό κέρδος από το εμπορεύσιμο, πλέον, αγαθό υγεία, κέρδος το οποίο προκύπτει, κυρίως, από την επένδυση σε αγαθά και δραστηριότητες υψηλής βιοτεχνολογίας και εντάσεως κεφαλαίου, που αφορούν στην αρρώστια, σε ατομικό επίπεδο. Αντίθετα, η έμμεση ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας επιτυγχάνεται, κυρίως, από τη βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, δηλαδή από αγαθά και δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με τους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας, και είναι εντάσεως εργασίας (παιδεία, εκπαίδευση, πρόληψη, αγωγή και προαγωγή υγείας, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας), δηλαδή, από την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, που μόνο ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας με ανεπτυγμένη τη δημόσια υγεία (public health) θα μπορούσε να προσφέρει. Η επένδυση αυτή, όπως και η αντίστοιχη στην παιδεία, αποδίδει οικονομικό πολλαπλασιαστή ίσο ή και μεγαλύτερο του τρία, κατά τη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία. Δηλαδή, για κάθε ένα ευρώ που επενδύεται στην υγεία αποδίδονται 3 ευρώ στην πραγματική οικονομία.
Το μεν Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι στραμμένο σήμερα αφενός στην αρρώστια και την περίθαλψη, αφετέρου στις δυνάμεις της Αγοράς μέσα και έξω από αυτό, υποθάλποντας, έτσι, την ανάπτυξη του ιδιωτικού, και όντας τελείως ακατάλληλο να επενδύσει στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ο δε πληθυσμός, στον οποίον αναφέρεται άμεσα ο τομέας της δημόσιας υγείας, και του οποίου πλήττονται βάναυσα οι υλικοί, κοινωνικοί και πνευματικοί όροι διαβίωσης, παρακολουθεί αμέτοχος, αδρανής και ανήμπορος, μιας και δεν είναι ούτε πολιτικά ώριμος, ούτε και θεσμικά υπεύθυνος και υπόλογος για το χάλι αυτό.
Με την ανάπτυξη της ανοιχτής κοινωνίας του Δήμου, διαπαιδαγωγούνται πολιτικά τα μέλη της κοινωνίας -με την αριστοτελική έννοια του συλλογικώς ευ πράττειν-, καθίστανται υπεύθυνα και υπόλογα για το συλλογικώς ευ ζην και αναδομούν το κοινωνικό φαντασιακό τους, νοηματοδοτώντας την πολιτική κοινωνία και υπερασπίζοντας, στην καθημερινή ζωή, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία. Με τον τρόπο αυτόν, μπορούμε να υπερβούμε την κλασική και αναποτελεσματική πόλωση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, θεσμοθετώντας το νέο τοπίο του κοινωνικού και αποκαθιστώντας, έτσι, τη δημοκρατία στην κοινωνική της βάση, καθώς της πρέπει.
Ανάλογα, μπορούμε να δούμε την ανάπτυξη της ανοιχτής κοινωνίας του Δήμου σε όλους τους τομείς, πέραν αυτού της Δημόσιας Υγείας.
* Ο Κούτης Αντώνης είναι γιατρός Κοινωνικής Ιατρικής, Δρ. Επιστημών Υγείας, Τομέας Κοινωνικής Ιατρικής, ΠΑ.Γ.Ν.Η. / Τμήμα Ιατρικής Π.Κ.)
Πηγή: Πατρίς