Τι είναι η ριζοσπαστική κοινωνική εργασία;

Πριν από μερικά χρόνια, συμμετέχοντας σε ένα συμπόσιο για τον ρόλο των κοινωνικών υπηρεσιών σε πληθυσμούς που δοκιμάζονται από τις συνέπειες ένοπλων συγκρούσεων, έγινα μάρτυρας μιας ασυνήθιστης και συνάμα εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συζήτησης που συμπύκνωνε γλαφυρά την ιστορική αντίφαση που αντιμετωπίζει η κοινωνική εργασία ως επάγγελμα. Έπειτα από την έξοχη και συγκινητική παρουσίαση των δράσεων ενός τοπικού δικτύου αλληλεγγύης προς πρόσφυγες στη Μεγάλη Βρετανία, ο συντονιστής του προγράμματος, πρόσφυγας και ο ίδιος από τη Σομαλία, ρωτήθηκε αν και με ποιόν τρόπο οι Κοινωνικοί Λειτουργοί συνδράμουν στις δράσεις της ομάδας του. Ο ομιλών, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπό, απάντησε: «Φυσικά, η πολιτική μας δουλειά έχει συστηματικά υποστηριχθεί από κοινωνικούς λειτουργούς. Έχουμε πολλούς εθελοντές και ακτιβιστές που είναι κοινωνικοί λειτουργοί. Ωστόσο, σχεδόν πάντα συμβάλλουν στις δράσεις μας έξω από το ωράριο της επίσημης επαγγελματικής τους δραστηριότητας.»

Ο διαχωρισμός λοιπόν του «κοινωνικού λειτουργού- εκπροσώπου του κράτους» κατά τις ώρες γραφείου και του «κοινωνικού  λειτουργού- αλληλέγγυου» εκτός ωρών γραφείου, αναδεικνύεται ως εξαιρετικά κρίσιμη. Το ερώτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Υπάρχει χώρος, διάθεση και δυνατότητα στο πλαίσιο της επίσημης κοινωνικής εργασίας για ουσιαστική ενασχόληση με δομικά και πολιτικά ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους δουλεύουμε («εξυπηρετούμενους»);

Η ριζοσπαστική κοινωνική εργασία απαντά σε αυτή την τεχνητή εν πολλοίς απόπειρα διχοτόμησης, υπενθυμίζοντας ότι η πρακτική του επαγγέλματός μας, για να είναι γόνιμη και ενδυναμωτική, πρέπει πάντα να ενσωματώνει στοιχεία πολιτικής ανάλυσης και δράσης. Ως εκ τούτου, οι κοινωνικοί λειτουργοί οφείλουν να λαμβάνουν πάντοτε υπόψιν τους τον τρόπο με τον οποίο ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές μεταβάσεις βιώνονται από τα άτομα και τις οικογένειες. Όπως η πρόσφατη κρίση έδειξε, οι ευρύτερες πολιτικές επιλογές του κράτους συχνά βιώνονται με τρόπο επώδυνο και ο αντίκτυπός τους είναι καταστροφικός, ειδικά στις πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Παρά τις παρερμηνείες και καταχρήσεις του όρου «ριζοσπαστισμός», είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε πως διαχρονικά ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται στην ανάπτυξη πολιτικής θεωρίας και δράσης που στοχεύει στη διαλεκτική κατανόηση των δομικών και βαθύτερων αιτιών των ζητημάτων που βιώνονται από άτομα ή σύνολα ως κοινωνικά προβλήματα. Φυσικά, η αξιολόγηση κοινωνικών προβλημάτων και η προσπάθεια ανακούφισης των επιπτώσεών τους στη ζωή των ανθρώπων ενώ αποτελούν σημαντικές διαστάσεις της ριζοσπαστικής κοινωνικής εργασίας δε διαμορφώνουν εξολοκλήρου τον χαρακτήρα της. Αυτό που διαφοροποιεί τη ριζοσπαστική κοινωνική εργασία ουσιαστικά από τις κυρίαρχες προσεγγίσεις είναι η έμφαση που δίνει στην πολιτική δράση προς μια κατεύθυνση κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής του status quo που ευθύνεται για την παραγωγή και αναπαραγωγή κοινωνικών προβλημάτων.

Στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο το φαινόμενο οι κεντρικές κυβερνητικές επιλογές να προωθούν πολιτικές που εμφορούνται από αξίες εντελώς αντίθετες προς την κοινωνική δικαιοσύνη, να εθελοτυφλούν απέναντί στις πραγματικές αιτίες κοινωνικών προβλημάτων και συνάμα να κατηγορούν ως υπεύθυνα για την κοινωνική κρίση και τα αδιέξοδα τα ίδια τα θύματα αυτής της πολιτικής. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που τεχνητά απογυμνώνουν τις επαγγελματικές παρεμβάσεις των κοινωνικών λειτουργών από το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές διαμορφώνονται υπήρξαν ασυνήθστα ανθεκτικές στην κοινωνική εργασία διεθνώς. Το 2014, στα πλαίσια της διαβούλευσης για το μέλλον της εκπαίδευσης της κοινωνικής εργασίας στη Μεγάλη Βρετανία, ο σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας, Martin Narey, υποστήριξε πως «η έμφαση των προγραμμάτων σπουδών στην αντι-καταπιεστική θεωρία είναι ανισοβαρής και επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της πρακτικής φύσης του επαγγέλματος». Αυτή η άποψη βέβαια δεν είναι ούτε νέα ούτε ρηξικέλευθη. Το αντίθετο μάλιστα, αντιπροσωπεύει μια ιστορικά κυρίαρχη τάση στα πλαίσια της κοινωνική εργασίας  που εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια του επαγγέλματος όταν κατά τον 19oαιώνα η Charity Organisations Society, επέμεινε σε ορισμούς και περιγραφές της φτώχειας ως ζήτημα που συνδέεται αποκλειστικά με τη δυσλειτουργικότητα, τον αμοραλισμό και αδύναμη προσωπικότητα των ατόμων ως αποκλειστικά υπευθύνων για τις δυσκολίες που βιώνουν. Φυσικά κοινός παρονομαστής και στις δυο περιπτώσεις είναι η απόπειρα να «ξεπλυθεί» από τις ευθύνες του το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα που φθαρμένο από τις αντιφάσεις του αναπαράγει κοινωνικής ανισότητες. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη οι κοινωνικοί λειτουργοί καλούνται να συνεχίσουν τη δουλειά τους, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην τεχνική διάσταση της πρακτικής τους και, κυρίως, σταματώντας να αρθρώνουν άβολα, για το κράτος, ερωτήματα.

Φυσικά, η καθημερινή εμπειρία των κοινωνικών λειτουργών βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την αντίληψη πως η κοινωνική εργασία μπορεί να ιδωθεί ως ένα τεχνικό και πολιτικά ουδέτερο επάγγελμα.  Αυτή η καθημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν μπορούν να αγνοήσουν τα συντριπτικά ερευνητικά δεδομένα που αναδεικνύουν την ανισότητα και τη φτώχεια ως τη βασική αιτία «ώθησης» εξυπηρετούμενων προς τις κοινωνικές υπηρεσίες και τον πλέον διαμορφωτικό παράγοντα της εμπειρίας των περισσότερων χρηστών αυτών υπηρεσιών. Οι επιδημιολόγοι ερευνητές Pickett και Wilkinson επιβεβαίωσαν πέρα ​​από κάθε αμφιβολία κάτι που γενιές ολόκληρες κοινωνικών λειτουργών γνωρίζουν από πρώτο χέρι: είναι πρωτίστως οι υλικές συνθήκες που διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων και όχι η ηθική ή η προσωπικότητά τους. Αν αγνοήσουμε την ανισότητα και τη φτώχεια, ως ουσιαστικούς παράγοντες πρόκλησης φόβου, πόνου και αποπροσανατολισμού στους ανθρώπους τότε η πρακτική της κοινωνικής εργασίας αναπόφευκτα θα αποκτήσει τον μάταιο ρόλο μιας «κοινωνικής ασπιρίνης». Ακριβώς αυτή η σύνθεση της θεωρητικής και ερευνητικής γνώσης με τις εμπειρίες των κοινωνικών λειτουργών από το πεδίο της καθημερινής πρακτικής τους, διαμορφώνει και την επιστημολογική και ιδεολογική διάσταση της ριζοσπαστικής κοινωνικής εργασίας.

Όπως και οι κυρίαρχες τεχνοκρατικές προσεγγίσεις στην κοινωνική εργασία, η ριζοσπαστική και κριτική προσέγγιση συναντάται από τις καταβολές του επαγγέλματος. Ήδη από τον 19ο αιώνα όταν στα πλαίσια του settlement movement αμφισβητήθηκε έντονα  η ηθικολογία της φιλανθρωπίας. Αργότερα ο πολιτικός ριζοσπαστισμός αναδύθηκε μέσα από τις δυναμικές φεμινιστικές και αντιρατσιστικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1970 αλλά μέσα από τις παρεμβάσεις του πρόσφατου Δικτύου Δράσης για την Κοινωνική Εργασία (SWAN), όπου οι κοινωνικοί λειτουργοί συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη πολιτικά συνεκτικών και πρακτικά ολιστικών μοντέλων παρέμβασης στην κοινωνική εργασία. Η επιρροή της ριζοσπαστική κοινωνικής εργασίας λοιπόν δεν είναι ούτε αμελητέα ούτε απομονωμένη από τις επιστημονικές εξελίξεις στο επάγγελμα. Οι απόψεις και τα μοντέλα που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της ριζοσπαστικής κοινωνικής εργασίας έχουν συμβάλει, σε διεθνές επίπεδο, όχι μόνο στη διαμόρφωση μεγάλου αριθμού προγραμμάτων σπουδών αλλά και στη συνδιαμόρφωση πολιτικών παρεμβάσεων που εστιάζουν στην κοινωνική δικαιοσύνη και την καθολικότητα του κράτους πρόνοιας. Ακόμα και ο τρέχων ορισμός της κοινωνικής εργασίας όπως παρουσιάστηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Κοινωνικών Λειτουργών, ενσωματώνει αυτές τις πολιτικά ριζοσπαστικές ιδέες υπογραμμίζοντας πως «η κοινωνική εργασία προωθεί την κοινωνική αλλαγή και την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των ανθρώπων».

Τα σημαντικότερα παραδείγματα ριζοσπαστικής κοινωνικής εργασίας προέρχονται από τη Λατινική Αμερική, όπου οι κοινωνικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν εκτεταμένα εδώ για δεκαετίες, συστηματικές μεθόδους ενδυνάμωσης ευάλωτων ομάδων και κοινοτήτων μέσω της πολιτικής συνειδητοποίησης (conscientisation). Αυτές οι τεχνικές δίνουν προτεραιότητα τόσο στις υλικές συνθήκες που καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων όσο και στις ψυχολογικές επιπτώσεις της ανισότητας και των ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων. Το καταστροφικό κύμα λιτότητας που συνέθλιψε ολόκληρους πληθυσμούς σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, επίσης συνέβαλε σε μια πιο ριζοσπαστική αναθεώρηση της κοινωνικής εργασίας και στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, αρκετοί κοινωνικοί λειτουργοί αλλά και ο επαγγελματικός σύνδεσμός τους αξιοποίησαν τις δεξιότητές τους και τις εμπειρίες ώστε να βοηθήσουν στην τεκμηρίωση του απάνθρωπου χαρακτήρα των πολιτικών λιτότητας και συνδέθηκαν με πολιτικά και κοινωνικά κινήματα. Επίσης σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις κοινωνικοί λειτουργοί αρνήθηκαν να συνδράμουν ως εκτελεστικά όργανα στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής (βλ. άρνηση συμμετοχής σε μεικτές επιτροπές ελέγχου ικανότητας φτωχών νοικοκυριών να πληρώσουν έκτακτους κεφαλικούς φόρους και άρνηση κοινωνικών λειτουργών να δώσουν ευαίσθητες πληροφορίες για μετανάστες εξυπηρετούμενους έπειτα από αίτημα της Χρυσής Αυγής στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας). Το πιο αξιοσημείωτο πρόσφατο παράδειγμα σύνδεσης της κοινωνικής δράσης με την κοινωνική εργασία αναπτύχθηκε στην Ισπανία, όπου χιλιάδες κοινωνικοί λειτουργοί δημιούργησαν την «πορτοκαλί παλίρροια» ένα μαζικό κίνημα που επικεντρώνεται στην υπεράσπιση των κοινωνικών υπηρεσιών, στην αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων αφηγημάτων και στη συνδιαμόρφωση συμμαχιών από κοινού με τους χρήστες των κοινωνικών υπηρεσιών, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στη συλλογικότητα και στην προσπάθεια κανείς να μη βιώσει την κρίση απομονωμένος. Τα γνωστά πλέον πορτοκαλί t-shirtsπου όλοι οι κοινωνικοί λειτουργοί της «πορτοκαλί παλίρροιας» φορούν, αναφέρονται στον χαρακτήρα της παρέμβασής τους μέσα από την εντυπωμένη πρόταση «Δε βγάζουμε το σκασμό, Λέμε όχι στις περικοπές του κοινωνικού κράτους»

Ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών τον ιστορικά, πολιτικά και γεωγραφικά ποικιλόμορφων παρεμβάσεων της ριζοσπαστικής και κριτικής κοινωνικής εργασίας είναι η ανυποχώρητη και καλά εμπεριστατωμένη έμφαση στις δομικές αιτίες των δυσκολιών που βιώνουν τα άτομα και οι οικογένειες. Υπό αυτό το πρίσμα η ριζοσπαστική κοινωνική εργασία είναι μια ευρεία και ολιστική προσέγγιση που συνδέει τη θεωρία και την πρακτική στη βάση των παραπάνω. Πρόκειται επομένως για ένα σημαντικό αναλυτικό εργαλείο που μας βοηθά να εργαζόμαστε αντιμετωπίζοντας σύνθετες καταστάσεις στο «εδώ και τώρα», διατηρώντας παράλληλα την προσοχή μας στα ευρύτερα πολιτικά και δομικά ζητήματα που επηρεάζουν τους ανθρώπους οι οποίοι έρχονται στις υπηρεσίες μας. Υπό αυτή την έννοια, οι ριζοσπάστες κοινωνικοί λειτουργοί μπορούν να αξιοποιούν διάφορες μεθοδολογικές τεχνικές όπως το groupwork, το art/ playtherapy, την ενδυνάμωση, την συνηγορία, και τον κοινωνικό ακτιβισμό. Η διαφορά όμως της ριζοσπαστικής κοινωνικής εργασίας από τις αυτοαποκαλούμενες «πολιτικά ουδέτερες» παρεμβάσεις είναι ότι η χρήση ποικίλων, δημιουργικών δεξιοτήτων και τεχνικών στη ριζοσπαστική παρέμβαση είναι το μέσο και όχι ο αυτοσκοπός. Ο στόχος της παρέμβασης και ο λόγος αξιοποίησης όλων αυτών των τεχνικών είναι να υποστηριχθούν και να ανακουφιστούν οι άνθρωποι που έχουν συνθλιβεί  από τις ανισότητες και τις ιεραρχικές σχέσεις που παράγει το κοινωνικοπολιτικό μας σύστημα, αλλά και παράλληλα να δημιουργηθούν και να ωριμάσουν οι  συνθήκες που θα οδηγήσουν στη συλλογική απαίτηση για μια νέα κοινωνικοπολιτική συνθήκη που θα δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες των ανθρώπων -όχι στην κερδοφορία των αγορών- και θα εδράζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Το νέο κύμα ριζοσπαστισμού στην κοινωνική εργασία, όπως έχει αναδυθεί και εκφραστεί την τελευταία δεκαετία,  βασίζεται σε πέντε βασικούς πυλώνες: Δημοκρατία (Democracy), ενσυναίσθηση (Empathy), μαχητικότητα (Militancy), αντι-καταπιεστικότητα (anti-Opressiveness) και Δομική (Structural) ανάλυση. Τα αρχικά αυτό των πυλώνων συνθέτουν (στα αγγλικά)  και το ακρωνύμιο DEMOS, μιας έννοιας με τεράστιο ιστορικό και πολιτικό συμβολισμό που αναφέρεται στο «σύνολό των μελών μιας διοικητικής ομάδας που δρουν όμως από κοινού ως πολιτική μονάδα». Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες αφηγήσεις της κοινωνικής εργασίας που ισχυρίζονται ότι η επαγγελματική αναγνώριση και επιστημονική νομιμοποίηση των κοινωνικών λειτουργών εδράζεται στην ταυτότητά τους ως εκπροσώπων του κράτους , η ριζοσπαστική κοινωνική εργασία έχει κερδίσει την επιστημονική και πολιτική αναγνώρισή της μέσω της ικανότητας της να κατανοεί και να αξιοποιεί στις παρεμβάσεις της την αστείρευτη πολιτική, ψυχολογική και κοινωνική δύναμη και θέληση των ανθρώπων να μετασχηματίσουν τη ζωή τους ανασυνθέτοντας παράλληλα την κοινωνία στη οποία ζούμε.

Βασίλης Ιωακειμίδης, Πανεπιστήμιο του Έσσεξ

(προσαρμογή στα ελληνικά του σχετικού άρθρου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian, με τίτλο: A guide to radical social work).

Πηγή: ioakimidis.uk

Advertisement

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s