H μουσική συναντά την ποίηση σε ένα εμβληματικό έργο.
Ο μεγάλος μας ποιητής Τίτος Πατρίκιος, είναι η ζώσα ιστορία της χώρας κατά τον τελευταίο αιώνα. Στην ποίησή του έχουν καταγραφεί όλα τα σημαντικά γεγονότα της πολυκύμαντης περιόδου από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο έως σήμερα.
Επί 75 χρόνια ο Τίτος Πατρίκιος γράφει ακατάβλητος, εκφράζοντας τις αγωνίες, τις πίκρες και τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού. Υμνεί το θάρρος, την αυταπάρνηση, τον πόθο για ελευθερία, τη θυσία, αλλά και τον έρωτα που ανθεκτικός ευδοκιμεί στις χαραμάδες της κατάρρευσης του παλαιού κόσμου, αλλά και στα θεμέλια του νέου.
Είναι ένας ποιητής που αντλεί τη δύναμή του από το πάθος του για τη ζωή και την αγάπη και το θαυμασμό του προς στη γυναίκα, σαν σύμβολο της αέναης αναγέννησης του κόσμου και της ήττας του θανάτου.
Η μελοποίηση των ποιημάτων του είναι εξαιρετικά δύσκολη γι’ αυτό και είναι ελάχιστες οι σχετικές συνθετικές προσπάθειες.
Ο καταξιωμένος συνθέτης Ανδρέας Κατσιγιάννης τόλμησε μετά από προτροπή του, φίλου του αγαπημένου ηθοποιού, Μιχάλη Μητρούση, να αναμετρηθεί με το έργο του Τίτου Πατρίκιου και να συνθέσει ένα αξιοζήλευτο έργο, που σέβεται τη μουσική των λέξεων και αναδεικνύει τις λεπτές συναισθηματικές ισορροπίες τους.
Έτσι «γεννήθηκε» ο «Πολιορκημένος χρόνος», ένα σπουδαίο μουσικό έργο αντάξιο της μακράς και γόνιμης ποιητικής διαδρομής του Τίτου Πατρίκιου.
Ο «Πολιορκημένος χρόνος» απαρτίζεται από επτά μελοποιημένα ποιήματα και τις αφηγήσεις από τον ίδιο των ποιητή οκτώ ποιημάτων. Συνοδεύεται δε από ένα καλαίσθητο βιβλίο 52 σελίδων που περιλαμβάνει ποιήματα πεζά, την πλήρη εργοβιογραφία του ποιητή αλλά και σπάνιες εικόνες από το προσωπικό φωτογραφικό του αρχείο.
Επτά σημαντικοί, δημοφιλείς ερμηνευτές ανταποκρίθηκαν με προθυμία στο κάλεσμα του Ανδρέα Κατσιγιάννη να γίνουν με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους, αναπόσπαστο μέρος αυτής της ιστορικής έκδοσης.
Στον «Πολιορκημένο Χρόνο» ερμηνεύουν οι:
Γιάννης Κότσιρας
Γιώργος Περρής
Γιώργος Νταλάρας
Μίλτος Πασχαλίδης
Φοίβος Δεληβοριάς
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Απόστολος Μόσιος
Ο «Πολιορκημένος χρόνος» εξελίσσεται άναρχα όσο αφορά τη γραμμική χρονική ακολουθία. Πότε φτάνει ως τις παρυφές του παρόντος και πότε βυθίζεται στα αδιάφανα νερά του παρελθόντος. Το χρώμα που προστίθεται στις φωτογραφίες, ταράζει την μακαριότητα του ρομαντικού ασπρόμαυρου κόσμου, έρχεται να μας υπενθυμίσει τη διαρκή επικαιρότητα της ποίησης και τα αιώνια, άχρονα θέματα που ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη από την αρχή της συνείδησης, τον έρωτα, το θάνατο, τη λαχτάρα για την ερμηνεία και την κατάκτηση του αγνώστου.
Ο «Πολιορκημένος Χρόνος» είναι ένα εμβληματικό έργο που σφραγίζει η αξία των δημιουργών του και κυκλοφορεί από το Ogdoo Music Group γεμίζοντας με υπερηφάνεια όλη την ομάδα των ανθρώπων που εργάστηκαν για την έκδοσή του.
Χορηγοί επικοινωνίας του έργου «Πολιορκημένος χρόνος» είναι τα δύο κορυφαία στο χώρο τους μέσα, ο ραδιοφωνικός σταθμός Μελωδία 99,2 και το site πολιτισμού Ogdoo.gr.
Υμνώ το σώμα – Φοίβος Δεληβοριάς
Στίχοι: Τίτος Πατρίκιος
Μουσική: Ανδρέας Κατσιγιάννης
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σα μίσχος
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται
που ανθίζει και το χειμώνα ακόμα
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει
το πρόσωπο με τα ατίθασα μαλλιά του.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει
ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών.
Υμνώ το σώμα το κουρασμένο της γυναίκας
το λυγισμένο απ’ τον μόχθο κάθε μέρας
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία.
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη
σαν να τανε αέρινα, τις γάμπες σα σπαθιά
που σκίζουνε στα δυο το πιο βαθύ σκοτάδι
τα ασυμβίβαστα γόνατα και τους γλυπτούς μηρούς.
Τίτος Πατρίκιος: Υμνώ το σώμα (Πρωτότυποι στίχοι ποιήματος)
Ι.
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται
που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του
σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει
τις δικές του προσταγές γι’ αέναες επιθυμίες
για σμίξιμο και συνταύτιση μ’ ένα άλλο σώμα.
Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας
το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία
το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια
που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος
δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά.
ΙΙ.
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη
σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά
που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι
τ’ ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς
που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις
τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους
το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής.
Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους
τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές
μ’ εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς
τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας
τα παχιά μεριά με βούλες απ’ την κυτταρίτιδα
τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους
τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.
ΙΙΙ.
Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων
στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα
με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες
τα μπράτσα που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν
τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές
τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες
με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει.
Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων
με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις
τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος
μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες
τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες
τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους
με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις.
IV.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει
το πρόσωπο με τ’ ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά
τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως
τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού
την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι
το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια.
Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη.
Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει
ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών
το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες
με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες
με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό
με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι.
Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά.
V.
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη
που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή
που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ’ ασημένια χέρια
που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα
τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα
που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους.
Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική.
Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά
τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία
τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού
τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια.
Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία
τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ
πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά.
VI.
Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο
ίσως γιατί λιγότερο μ’ εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ
ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ’ της γυναίκας.
Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα
όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ’ ατυχήματα,
το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό.
Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι.
Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ’ όλες του τις εποχές
όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη
που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία.
Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς
όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει
παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες,
που μπορεί ν’ αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες.
VII.
Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου
που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν
που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα
που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις
αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος
γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει
ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα.
Υμνώ το σώμα που μ’ αντέχει, δεν μ’ έχει βαρεθεί
δεν μ’ έχει αποτινάξει από πάνω του
το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω
με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό.
Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου
που με καλύπτει, μ’ έχει σφιχτά αγκαλιασμένο
αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε.
Τίτος Πατρίκιος
Ιούλιος 2010
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διαβάζω» τ. 513)